- πτερνογλύφος
- πτερνο-γλύφος, ὁ, Schinkenhohler, als Mäusename
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πτερνογλύφος — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλύφει φτέρνες, δηλ. χοιρομήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + γλύφος (< *γλύφος < γλύφω), πρβλ. τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
Πτερνογλύφον — Πτερνογλύφος Ham scraper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερνογλύφον — πτερνογλύφος Ham scraper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)